Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τουτάκις — Α [τοῦτο] επίρρ. 1. τότε 2. ούτως, έτσι 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοσάκις» … Dictionary of Greek
τουτάκι — τουτάκις indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)